Η τέταρτη και τελευταία παραγωγή του Θανάση Γκαϊφύλλια μέσα από το "Κύτταρο" της Κομοτηνής. Μια υπερπαραγωγή για τα δεδομένα της ανεξάρτητης δισκογραφικής παραγωγής. Εννέα τραγούδια που ενορχήστρωσαν ο Βασίλης Δημητρίου, ο Απόστολος Δημητρακόπουλος και ο Θανάσης Γκαϊφύλλιας με την πολύτιμη βοήθεια όλων των σπουδαίων μουσικών που συμμετείχαν στις ηχογραφήσεις: Κώστας Γρηγορέας(κιθάρα), Κώστας Θέος(τσέλο), Βιβή Γκέκα(μαντολίνο), Παναγιώτης Δράκος(φλάουτο), Γιώτης Κιουρτσόγλου(μπάσο), Νίκος Καπηλίδης(τύμπανα), Μίλτος Πασχαλίδης (ακουστική κιθάρα), Χρήστος Παύλης(ηλεκτρική κιθάρα), Θανάσης Μπιλιλής(πιάνο), Δημήτρης Γουμπερίτσης(μπάσο), Θανάσης Καλαϊτζόγλου(ακουστική και ηλεκτρική κιθάρα), Νίκος Φουντουκίδης(τύμπανα και γκραν-κάσα), Κώστας Παγωνίδης(κρουστά), Γιάννης Οικονομίδης(τρομπέτα), Στάθης Κιόσογλου(κλαρίνο), Γρηγόρης Γκερτσάκης(ακουστική
κιθάρα και φυσαρμόνικα), Μπάμπης Παπαδόπουλος(ηλεκτρική κιθάρα), Αλέκος Παπαδόπουλος(τύμπανα), Νεκτάριος Καρατζής(μπάσο), Χρήστος Αρμένης(βιόλα), Βαγγελιώ
Δημητράκη(ακορντεόν), Μάκης Μπουκάλης(μπάσο), Αλέξανδρος Κτιστάκης(τύμπανα), Χρήστος Παύλης(ηλεκτρική κιθάρα), Μαρία Καναβάκη(πλήκτρα), Χάρης Καπετανάκης
(τενόρο σαξόφωνο), Θωμάς Μιχόπουλος(κιθάρα), Στέφανος Ψαραδάκης(τύμπανα), Μιχάλης Κυμηνάς(μπάσο), Μάνθος Αρμπελιάς(κιθάρα), Γιώργος Πεντζίκης(πλήκτρα), Απόστολος
Δημητρακόπουλος(ακουστική κιθάρα), Μαρία Κηπουρού(βιολί), Κλεάνθης Ζαρίμπας(κόρνο), Δημήτρης Μενεξές(τρομπόνι), Θανάσης Γκαϊφύλλιας(ρυθμική και ακουστική κιθάρα, πιάτα).
κιθάρα και φυσαρμόνικα), Μπάμπης Παπαδόπουλος(ηλεκτρική κιθάρα), Αλέκος Παπαδόπουλος(τύμπανα), Νεκτάριος Καρατζής(μπάσο), Χρήστος Αρμένης(βιόλα), Βαγγελιώ
Δημητράκη(ακορντεόν), Μάκης Μπουκάλης(μπάσο), Αλέξανδρος Κτιστάκης(τύμπανα), Χρήστος Παύλης(ηλεκτρική κιθάρα), Μαρία Καναβάκη(πλήκτρα), Χάρης Καπετανάκης
(τενόρο σαξόφωνο), Θωμάς Μιχόπουλος(κιθάρα), Στέφανος Ψαραδάκης(τύμπανα), Μιχάλης Κυμηνάς(μπάσο), Μάνθος Αρμπελιάς(κιθάρα), Γιώργος Πεντζίκης(πλήκτρα), Απόστολος
Δημητρακόπουλος(ακουστική κιθάρα), Μαρία Κηπουρού(βιολί), Κλεάνθης Ζαρίμπας(κόρνο), Δημήτρης Μενεξές(τρομπόνι), Θανάσης Γκαϊφύλλιας(ρυθμική και ακουστική κιθάρα, πιάτα).
Στο δίσκο συμμετέχουν με τις φωνές τους: Μίλτος Πασχαλίδης, Χρήστος Θηβαίος, Παιδική Χορωδία Δημήτρη Τυπάλδου, Κοινότητα Απεξάρτησης «Στροφή» και το σχήμα «Σαν» (χορωδία: Κατερίνα Παπουτσάκη και Πέννυ Παναγοπούλου).
Stavento (Θανάσης Γκαϊφύλλιας - Θανάσης Αβραμίδης)
Μ' οργή και κακιωμό ένας τυφώνας
το πέλαγο βαθιά ανακατεύει
και λύτρωση η ψυχή μου να γυρεύει
τη νύχτα αυτή που γίνηκε αιώνας
Το sos έχει η καρδιά μου τώρα εκπέμψει
την ύστατη απευθύνω ικεσία
σε μια αφροντυμένη οπτασία
δική σου, έχει ο νους μου πια σαλέψει
Σταβέντο περπατάω στην κουβέρτα
και μέσα στο χαμό παραμιλάω
τα κύματα με πάνε και δεν πάω
σε ξέφρενο αλήθεια σούρτα-φέρτα
το πέλαγο βαθιά ανακατεύει
και λύτρωση η ψυχή μου να γυρεύει
τη νύχτα αυτή που γίνηκε αιώνας
Το sos έχει η καρδιά μου τώρα εκπέμψει
την ύστατη απευθύνω ικεσία
σε μια αφροντυμένη οπτασία
δική σου, έχει ο νους μου πια σαλέψει
Σταβέντο περπατάω στην κουβέρτα
και μέσα στο χαμό παραμιλάω
τα κύματα με πάνε και δεν πάω
σε ξέφρενο αλήθεια σούρτα-φέρτα
Δεν έχω πια κορμί έχω κουρέλια
σμπαράλια το σαρκίο μου έχει γίνει
που καίγεται σε διάπυρο καμίνι
θα πέσω κι ας κρατιέμαι από τα ρέλια
Το πέλαγος αυτό θα με δροσίσει
δυο μέτρα μένουν ως το παραπέτο
κι ο χάρος πειρατής μ' ένα μουσκέτο
μεσόφρυδα όπου να’ ναι θα χτυπήσει
Ανάξιο της θάλασσας θρασίμι,
που αγέρωχη αφρίζει από κάτου,
η άλλη όψη θα ναι του θανάτου.
Λικνίζομαι κι εγώ σ' ένα ταξίμι
πνιγμένου ναυτικού οργανοπαίχτη
που αγάπησε πολύ ωσάν κι εμένα
κι ονείρατα στη θάλασσα αφημένα
τον δίκασαν τον άμοιρο σαν φταίχτη
και πριν τη δυστυχία μου να ρίξω
στο πέλαγο που μαίνεται ακόμα
φιλί γλυκό μου έδωσες στο στόμα
εγώ στην αγκαλιά μου θα σε πνίξω
μου σφύριξες, και τέρμα το παλάντζο.
Διαλέγω τη ζωή που δεν ορίζω
πως θα ‘ρθεις να με βρεις ξανά ελπίζω
κι η πόρτα της καρδιάς μου είναι στο γάντζο
Αντιστέκομαι (Θανάσης Γκαϊφύλλιας - Νίκος Σαλαβάτης)
Σ' ένα κόσμο με σειρήνες, στους πολλούς δίχως ευθύνες και σε όσους δίχως
μνήμες μου μιλούν για τα παιδιά, αντιστέκομαι.
Σ' όλους που τα ξέρουν όλα, και σ' αυτούς που θέλουν τώρα όλα αυτά που
ούτε οι ίδιοι ονειρεύτηκαν, αντιστέκομαι.
Σε ατάλαντους κριτές, άγνωστης μάχης μαχητές που δεν πολέμησαν ποτέ,
αντιστέκομαι.
Στους άλλους, που μιλούν πάντα για άλλους, που δε βλέπουνε μπροστά τους
καθισμένοι στη σκιά τους, αντιστέκομαι.
Στους φίλους, που δεν ξέρουν τι είναι φίλος, που οι πόνοι όταν σε σφίγγουν
ψάχνουν πόρτα για να φύγουν, αντιστέκομαι.
Αντιστέκομαι στη βία, που τη βάφτισαν αγία και σε όσους έχουν μάθει ν' ασελγούν στην ιστορία, αντιστέκομαι.
Σε εραστές της εξουσίας, σπέρματα άνευ ουσίας, σε γραφειοτρομοκράτες
δίχως ίχνος φαντασίας, αντιστέκομαι.
Στους βλάκες, τους κρετίνους, τους μαλάκες, που παντού με ξένες πλάτες
μας ξεσκίζουνε, αντιστέκομαι.
Στους φίλους, που δεν ξέρουν τι είναι φίλος, που οι πόνοι όταν σε σφίγγουν
ψάχνουν πόρτα για να φύγουν, αντιστέκομαι.
Μα μένω σ' ένα χώμα ποτισμένο μ' αίμα, και κόκαλα σπαρμένο αυτών που
εμπιστεύομαι.
Εμπιστεύομαι τον ήλιο, τη σελήνη και το φίλο που ονειρεύεται, εμπιστεύομαι.
Τα παιδιά που όταν δακρύζουν σ' αγκαλιές που παν ν' ανθίσουν τις ποτίζουν με
φιλιά, εμπιστεύομαι.
μνήμες μου μιλούν για τα παιδιά, αντιστέκομαι.
Σ' όλους που τα ξέρουν όλα, και σ' αυτούς που θέλουν τώρα όλα αυτά που
ούτε οι ίδιοι ονειρεύτηκαν, αντιστέκομαι.
Σε ατάλαντους κριτές, άγνωστης μάχης μαχητές που δεν πολέμησαν ποτέ,
αντιστέκομαι.
Στους άλλους, που μιλούν πάντα για άλλους, που δε βλέπουνε μπροστά τους
καθισμένοι στη σκιά τους, αντιστέκομαι.
Στους φίλους, που δεν ξέρουν τι είναι φίλος, που οι πόνοι όταν σε σφίγγουν
ψάχνουν πόρτα για να φύγουν, αντιστέκομαι.
Αντιστέκομαι στη βία, που τη βάφτισαν αγία και σε όσους έχουν μάθει ν' ασελγούν στην ιστορία, αντιστέκομαι.
Σε εραστές της εξουσίας, σπέρματα άνευ ουσίας, σε γραφειοτρομοκράτες
δίχως ίχνος φαντασίας, αντιστέκομαι.
Στους βλάκες, τους κρετίνους, τους μαλάκες, που παντού με ξένες πλάτες
μας ξεσκίζουνε, αντιστέκομαι.
Στους φίλους, που δεν ξέρουν τι είναι φίλος, που οι πόνοι όταν σε σφίγγουν
ψάχνουν πόρτα για να φύγουν, αντιστέκομαι.
Μα μένω σ' ένα χώμα ποτισμένο μ' αίμα, και κόκαλα σπαρμένο αυτών που
εμπιστεύομαι.
Εμπιστεύομαι τον ήλιο, τη σελήνη και το φίλο που ονειρεύεται, εμπιστεύομαι.
Τα παιδιά που όταν δακρύζουν σ' αγκαλιές που παν ν' ανθίσουν τις ποτίζουν με
φιλιά, εμπιστεύομαι.
Χώμα Ελληνικό (Θανάσης Γκαϊφύλλιας - Γεώργιος Δροσίνης, Γιάννης Καλαμίτσης)
Τώρα που θα φύγω και θα πάω στα ξένα
Και θα ζούμε μήνες χρόνια χωρισμένοι
Άφησε να πάρω κάτι κι από σένα
Γαλανή πατρίδα πολυαγαπημένη
Όλοι όσοι ήρθαν, πριν να φύγουν πάλι,
όλοι κάτι πήραν για να σε θυμούνται.
Πήρανε οι Άγγλοι, πήρανε κι οι Γάλλοι,
Τι και πόσα πήραν ούτε που μετριούνται.
Οι Αμερικάνοι παίρνουν, παίρνουνε ακόμα
μ’ έναν τρόπο δικαιωματικό
κι έτσι όπως πάμε δε θα μείνει χώμα
απ’ αυτό που λέμε χώμα ελληνικό.
Μη με ακούτε (Θανάσης Γκαϊφύλλιας - Μιχάλης Γκανάς)
Θα σηκωθώ μια Κυριακή απ’ τις επτά
Κι απ’ τη ζωή μου θα το σκάσω δυο λεπτά
να δω μονάχα ποιοι ξυπνάνε τέτοια ώρα
και θα γυρίσω στο κρεβάτι μου μετά.
Θα προσπεράσω τα μουσεία βιαστικά
και στην Ομόνοια θα μπω προσεκτικά
να δω τους κούρους με τα ρούχα τα τριμμένα
και θα γυρίσω στο κρεβάτι μου μετά
Μη με ακούτε αν κοιμόσαστε νωρίς
αν εμπιστεύεστε συλλόγους ή φορείς
μη με ακούτε αν ξυπνάτε μεσημέρι
κι αν δε σας πάτησε ποτέ ωτομοτρίς
Μη με ακούτε αν πηγαίνετε σιγά
σα να φοβόσαστε μη σπάσετε τ ‘ αυγά
μη με ακούτε αν κρατάτε το θυμό σας
και δε σας έρχεται να κάνετε ζημιά
καθώς η ώρα πλησιάζει τις εννιά
με τις ειδήσεις να χτυπιούνται σαν τις κάργες
στην Πρέβεζα, στη Δράμα, στα Χανιά.
Κι απ’ τη ζωή μου θα το σκάσω δυο λεπτά
να δω μονάχα ποιοι ξυπνάνε τέτοια ώρα
και θα γυρίσω στο κρεβάτι μου μετά.
Θα προσπεράσω τα μουσεία βιαστικά
και στην Ομόνοια θα μπω προσεκτικά
να δω τους κούρους με τα ρούχα τα τριμμένα
και θα γυρίσω στο κρεβάτι μου μετά
Μη με ακούτε αν κοιμόσαστε νωρίς
αν εμπιστεύεστε συλλόγους ή φορείς
μη με ακούτε αν ξυπνάτε μεσημέρι
κι αν δε σας πάτησε ποτέ ωτομοτρίς
Μη με ακούτε αν πηγαίνετε σιγά
σα να φοβόσαστε μη σπάσετε τ ‘ αυγά
μη με ακούτε αν κρατάτε το θυμό σας
και δε σας έρχεται να κάνετε ζημιά
καθώς η ώρα πλησιάζει τις εννιά
με τις ειδήσεις να χτυπιούνται σαν τις κάργες
στην Πρέβεζα, στη Δράμα, στα Χανιά.
Κομοτηνή (Θανάσης Γκαϊφύλλιας)
Ένας κακός βοριάς μαστιγωτής
μέσα στη νύχτα κατεβαίνει απ' τη Ροδόπη
και μ' ένα φόβο σε ξυπνάει για να δεις
πόσο αλλάξαν οι καιροί και οι ανθρώποι.
Και τ' απογεύματα στα τούρκικα στενά
ένα γραμμόφωνο να κλαίει για τα μεράκια
χαμένα χρόνια που δεν έρχονται ξανά
χαμένα βήματα στα έρημα σοκάκια.
Κομοτηνή, Κομοτηνή
φωνή σβησμένη απ' τη βροχή κι απ' τις αρβύλες
λησμονημένη και γυμνή
κοιτάς το αύριο κρυφά πίσω απ' τις γρίλιες.
μέσα στη νύχτα κατεβαίνει απ' τη Ροδόπη
και μ' ένα φόβο σε ξυπνάει για να δεις
πόσο αλλάξαν οι καιροί και οι ανθρώποι.
Και τ' απογεύματα στα τούρκικα στενά
ένα γραμμόφωνο να κλαίει για τα μεράκια
χαμένα χρόνια που δεν έρχονται ξανά
χαμένα βήματα στα έρημα σοκάκια.
Κομοτηνή, Κομοτηνή
φωνή σβησμένη απ' τη βροχή κι απ' τις αρβύλες
λησμονημένη και γυμνή
κοιτάς το αύριο κρυφά πίσω απ' τις γρίλιες.
Στο Άγαλμα της Ελευθερίας που φωτίζει τον κόσμο (Θανάσης Γκαϊφύλλιας - Κώστας Καρυωτάκης)
Λευτεριά, Λευτεριά σχίζει, δαγκάνει
τους ουρανούς το στέμμα σου. Το φως σου,
χωρίς να καίει, τυφλώνει το λαό σου.
Πεταλούδες χρυσές οι Αμερικάνοι,
λογαριάζουν, πόσα δολάρια κάνει
σήμερα το υπερούσιο μέταλλό σου.
Λευτεριά, Λευτεριά, θα σ' αγοράσουν
έμποροι και κονσόρτια κι Εβραίοι.
Είναι πολλά του αιώνος μας τα χρέη,
πολλές οι αμαρτίες, που θα διαβάσουν
οι γενεές, όταν σε παρομοιάσουν
με το πορτρέτο του Dorian Gray.
Λευτεριά, Λευτεριά, σε νοσταλγούνε,
μακρινά δάση, ρημαγμένοι κήποι,
όσοι άνθρωποι προσδέχονται τη λύπη
σαν έπαθλο του αγώνος, και μοχθούνε,
και τη ζωή τους εξακολουθούνε,
νεκροί που η καθιέρωσις του λείπει.
τους ουρανούς το στέμμα σου. Το φως σου,
χωρίς να καίει, τυφλώνει το λαό σου.
Πεταλούδες χρυσές οι Αμερικάνοι,
λογαριάζουν, πόσα δολάρια κάνει
σήμερα το υπερούσιο μέταλλό σου.
Λευτεριά, Λευτεριά, θα σ' αγοράσουν
έμποροι και κονσόρτια κι Εβραίοι.
Είναι πολλά του αιώνος μας τα χρέη,
πολλές οι αμαρτίες, που θα διαβάσουν
οι γενεές, όταν σε παρομοιάσουν
με το πορτρέτο του Dorian Gray.
Λευτεριά, Λευτεριά, σε νοσταλγούνε,
μακρινά δάση, ρημαγμένοι κήποι,
όσοι άνθρωποι προσδέχονται τη λύπη
σαν έπαθλο του αγώνος, και μοχθούνε,
και τη ζωή τους εξακολουθούνε,
νεκροί που η καθιέρωσις του λείπει.
Ιστορίες (Νίκος Αρμπιλιάς)
Σωθήκανε τα ψέματα, κατέρρευσαν οι μύθοι
τώρα σχεδόν αμήχανα κοιτάζω τον καιρό
τις διαδρομές που κάναμε τις κάναμε στην τύχη
μικρό καράβι χάρτινο βουλιάζει στο νερό
Τα οράματα μας άφησαν σαν άστατη ερωμένη
λάθος στο λάθος κύλησε του μύθου η τροχιά
περίλυποι αθροίζουμε του ονείρου οι χαμένοι
και μας κυκλώνει τ’ άγνωστου μια θάλασσα πλατιά
Ενοικιαστές αυθαίρετων κάστρων ερειπωμένων
ενός ονείρου φθίνοντος παράλογοι εραστές
ποιος είπε τάχα πονηρά νικά ο επιμένων
νικά εκείνος που πουλά επικερδώς το χθες
Μέσα σε γήπεδο βαρύ, στου σχετικού τη λάσπη,
σύραμε και κυλήσαμε ιδέες κι εμμονές
σ’ αυτά που αγαπήσαμε μια μαύρη τρύπα χάσκει
κι ο θούριος που αρχίσαμε μας βγήκε αμανές
Αντισταθείτε (Θανάσης Γκαϊφύλλιας - Μιχάλης Κατσαρός)
Αντισταθείτε, σ' αυτόν που χτίζει ένα μικρό σπιτάκι
και λέει καλά είμαι εδώ.
Αντισταθείτε, σ' αυτόν που πάλι γύριζε στο σπίτι
και λέει Δόξα σοι ο Θεός.
Στον περσικό τάπητα των πολυκατοικιών
τον κοντό άνθρωπο του γραφείου
στην εταιρεία εισαγωγαί εξαγωγαί
στην κρατική εκπαίδευση και το φόρο
αντισταθείτε σε μένα ακόμα που ιστορώ.
Αντισταθείτε, σ' αυτόν που χαιρετά απ' την εξέδρα
ώρες ατέλειωτες τις παρελάσεις.
Στον Πρόεδρο του Εφετείου αντισταθείτε,
στις μουσικές, τα τούμπανα και τις παράτες,
σ' όλα τα ανώτερα συνέδρια που φλυαρούνε,
πίνουν καφέδες σύνεδροι συμβουλατόροι,
σ' αυτή την άγονη κυρία που μοιράζει έντυπα αγίων,
λίβανον και σμύρναν.
και λέει καλά είμαι εδώ.
Αντισταθείτε, σ' αυτόν που πάλι γύριζε στο σπίτι
και λέει Δόξα σοι ο Θεός.
Στον περσικό τάπητα των πολυκατοικιών
τον κοντό άνθρωπο του γραφείου
στην εταιρεία εισαγωγαί εξαγωγαί
στην κρατική εκπαίδευση και το φόρο
αντισταθείτε σε μένα ακόμα που ιστορώ.
Αντισταθείτε, σ' αυτόν που χαιρετά απ' την εξέδρα
ώρες ατέλειωτες τις παρελάσεις.
Στον Πρόεδρο του Εφετείου αντισταθείτε,
στις μουσικές, τα τούμπανα και τις παράτες,
σ' όλα τα ανώτερα συνέδρια που φλυαρούνε,
πίνουν καφέδες σύνεδροι συμβουλατόροι,
σ' αυτή την άγονη κυρία που μοιράζει έντυπα αγίων,
λίβανον και σμύρναν.
Αντισταθείτε, σ' όλους αυτούς που λέγονται μεγάλοι
και γράφουν λόγους πλάι στη θερμάστρα.
Στις φοβερές σημαίες των κρατών και τη διπλωματία,
στα εργοστάσια πολεμικών υλών,
σ' αυτούς που λένε λυρισμό τα ωραία λόγια,
στα γλυκερά τραγούδια με τους θρήνους,
στους θεατές, στον άνεμο...
Αντισταθείτε.
Θέλω να φύγω πια από δω (Θανάσης Γκαϊφύλλιας - Κώστας Καρυωτάκης)
Θέλω να φύγω πια από δω, θέλω να φύγω πέρα,
σε κάποιο τόπο αγνώριστο και νέο,
θέλω να γίνω μια χρυσή σκόνη μες στον αιθέρα,
απλό στοιχείο, ελεύθερο, γενναίο.
Σαν όνειρο να φαίνονται απαλό και να μιλούνε
έως την ψυχή τα πράγματα του κόσμου,
ωραία να 'ναι τα πρόσωπα και να χαμογελούνε,
ωραίος ακόμη ο ίδιος ο εαυτός μου.
Σκοτάδι τόσο εκεί μπορεί να μην υπάρχει, θεέ μου,
στη νύχτα, στην απόγνωση των τόπων,
στο φοβερό στερέωμα, στην ωρυγή του ανέμου,
στα βλέμματα, στα λόγια των ανθρώπων.
Να μην υπάρχει τίποτα, τίποτα πια, μα λίγη
χαρά και ικανοποίησις να μένει,
κι όλοι να λένε τάχα πως έχουν για πάντα φύγει,
όλοι πως είναι τάχα πεθαμένοι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου